- μετάδρομος
- μετάδρομ-ος, ον,A running after, pursuing, taking vengeance for,
μ. πανουργημάτων κύνες S.El.1387
(lyr.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μ. πανουργημάτων κύνες S.El.1387
(lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μετάδρομος — μετάδρομος, ον (ΑM) 1. αυτός που τρέχει πίσω από κάποιον, που καταδιώκει κάποιον 2. αυτός που εκδικείται για κάτι, ο εκδικητής, ο τιμωρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + δρόμος (πρβλ. διά δρομος, παρά δρομος)] … Dictionary of Greek
μετάδρομοι — μετάδρομος running after masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)